ἀμφισβητήσιμος

ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισ-βητήσιμος, ον,
A disputable, Antipho 3.1.1, etc.; χώρα ἀ. debatable ground, X.HG3.5.3, D.7.43, Hell.Oxy. 13.3, Theopomp. ap. Phot.p.104 R.;

τὰ ἀ.

disputed property,

Pl.Lg. 954c

;

ἀ. ἀγαθά Arist.Rh.1362b29

; doubtful, Pl.Smp.175e; ἀ. ἐστι πότερον . . Arist.Metaph.996b27;

οὐκέτ' ἐν -ησίμῳ τὰ πράγματα ἦν D. 18.139

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμφισβητήσιμος — disputable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφισβητήσιμος — η, ο (Α ἀμφισβητήσιμος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση αρχ. 1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία 2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» …   Dictionary of Greek

  • αμφισβητήσιμος — η, ο αυτός για τον οποίο υπάρχει αμφισβήτηση, διαφορά: Η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου αυτού είναι αμφισβητήσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφισβητησίμω — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητησίμως — ἀμφισβητήσιμος disputable adverbial ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήσιμον — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem acc sg ἀμφισβητήσιμος disputable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητησίμοις — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητησίμου — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητησίμων — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητησίμῳ — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήσιμα — ἀμφισβητήσιμος disputable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”